- απουσιάζω
- -ίασα, δεν είμαι παρών, λείπω: Μου είπαν πως απουσιάζεις συχνά από τα μαθηματικά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
απουσιάζω — απουσιάζω, απουσίασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
απουσιάζω — (Α ἀπουσιάζω) 1. δεν είμαι παρών, δεν παρευρίσκομαι κάπου, λείπω 2. ελλείπω, δεν υπάρχω αρχ. δαπανώ μέρος της περιουσίας μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < απουσία. Η λ. με τη νεοελλ. της σημασία μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικο Λεξικό του Άγγελου… … Dictionary of Greek
ἀπουσιάσει — ἀπουσιάζω waste one s goods aor subj act 3rd sg (epic) ἀπουσιάζω waste one s goods fut ind mid 2nd sg ἀπουσιάζω waste one s goods fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπουσιάσῃ — ἀπουσιάζω waste one s goods aor subj mid 2nd sg ἀπουσιάζω waste one s goods aor subj act 3rd sg ἀπουσιάζω waste one s goods fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπουσιαζόμενον — ἀπουσιάζω waste one s goods pres part mp masc acc sg ἀπουσιάζω waste one s goods pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπουσιάζει — ἀπουσιάζω waste one s goods pres ind mp 2nd sg ἀπουσιάζω waste one s goods pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπουσιάζειν — ἀπουσιάζω waste one s goods pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπουσιῶν — ἀπουσία absence fem gen pl ἀπουσιάζω waste one s goods fut part act masc voc sg ἀπουσιάζω waste one s goods fut part act neut nom/voc/acc sg ἀπουσιάζω waste one s goods fut part act masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απολείπω — (AM ἀπολείπω) 1. λείπω, δεν υπάρχω, απουσιάζω 2. αφήνω, εγκαταλείπω 3. ( ομαι) απομακρύνομαι από κάτι, εγκαταλείπω κάτι αρχ. Ι. 1. χάνω κάτι 2. (για αγώνισμα) αφήνω πίσω, ξεπερνώ 3. αφήνω ατελείωτο 4. αφήνω ανοιχτό, αφήνω διάστημα 5. είμαι… … Dictionary of Greek
συναπογίγνομαι — ΜΑ 1. απουσιάζω ή εκλείπω μαζί με άλλον («εἰ δ ἄπεστι ταῡτα, κἀκεῑνα συναπογίγνεται», Ανών.) 2. παράγομαι συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀπογίγνομαι «απουσιάζω»] … Dictionary of Greek